τριβικός

τριβικός
-ή, -όν, Α [τρίβω]
αυτός που βασίζεται στην άσκηση ή στην εμπειρία («τῆς κριτικῆς εἶναι τὸ μέν τι λογικόν, τὸ δὲ τριβικόν, τό δ' ἱστορικόν», Σέξτ. Εμπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρίβικος — an alembic with three receiving vessels masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβικος — ὁ, Α λέβητας απόσταξης, τού οποίου το απόσταγμα εκβάλλει σε τρία δοχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βῖκος «κούπα, κανάτα»] …   Dictionary of Greek

  • τριβικόν — τριβικός founded on practice masc acc sg τριβικός founded on practice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβικῆς — τριβικός founded on practice fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβικήν — τριβικός founded on practice fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβίκου — τρίβικος an alembic with three receiving vessels masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβικον — τρίβικος an alembic with three receiving vessels masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοτριβικός — λιθοτριβικός, ή, όν (Α) 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στη στίλβωση λίθων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοτριβική η τέχνη τής στίλβωσης λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + τριβικός (< τρίβης < τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • ρωβικός — ή, όν, Α αυτός που δεν μπορεί να προφέρει το γράμμα ρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, πιθ. κατ αναλογία προς τα συλλαβικός, τριβικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”